Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νομαδίτης — νομαδίτης, ό, θηλ. νομαδῑτις (Α) ως επίθ. νομαδικός, ποιμενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομάς, άδος + κατάλ. ίτης / ῖτις (πρβλ. αμπελ ίτης, λιμν ίτις)] … Dictionary of Greek
νομαδίτου — νομαδί̱του , νομαδίτης nomad masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)